ευσεβιστής

ευσεβιστής
ο
οπαδός τού ευσεβισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. pietist < λατ. pietas «ευσέβεια»). Η λ. μαρτυρείται απο το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Άρνολντ, Γκότφριντ — (Gottfried Arnold,1666 – 1714). Γερμανός ευσεβιστής, θεολόγος και ιστοριογράφος. Με το έργο του Ιστορία ακριβοδίκαιη της εκκλησίας και των αιρετικών (1699) υποστήριζε τη θεωρία της παρακμής της εκκλησίας από τους αποστολικούς κιόλας χρόνους και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”